Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούφα
1 εγγραφή
μούφα η [múfa] Ο25α : μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο άλλους συνεχόμενους.

[ίσως αγγλ. muff ή γαλλ. mouffle αναλ. προς το βάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες