Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μούλος ο [múlos] Ο18 θηλ. μούλα [múla] Ο25α : (υβρ., για πρόσ.) ο νόθος· μπάσταρδος.
[ιταλ. mulo `μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. mulo `μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |