Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονομιάς
1 εγγραφή
μονομιάς [monomnás] επίρρ. τροπ. : 1. ξαφνικά: Πετάχτηκε ~ να βοηθήσει. Ξεχύθηκαν ~ στους δρόμους, να πανηγυρίσουν τη νίκη. 2. με μια κίνηση: Έσβησε όλα τα κεριά ~. ~ ρούφηξε το γάλα του, μονοκοπανιά.

[< φρ. μόνο μιας κατά το μεμιάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες