Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναχικός 1 -ή -ό [monaxikós] Ε1 : 1. που είναι μόνος, μακριά από τους άλλους, απομονωμένος: Mοναχικό σπίτι. Ένα μοναχικό δέντρο στη μέση του κάμπου. Ένας ~ ταξιδιώτης. || (για πρόσ.): ~ τύπος, που του αρέσει η μοναξιά. (έκφρ.) ~ καβαλάρης*. 2. που αναφέρεται και ιδίως γίνεται στην ερημιά: ~ περίπατος.
[μοναχ(ός) -ικός (πρβ. μσν. μοναχικός `μοναδικός΄)]
- μοναχικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται σε μοναχό: ~ βίος. Tο μοναχικό σχήμα. Tα μοναχικά τάγματα της καθολικής εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. μοναχικός < ουσ. μοναχ(ός) -ικός]