Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιρολογίστρα
1 εγγραφή
μοιρολογίστρα η [mirolojístra] & μοιρολογήτρα η [mirolojítra] Ο25α : γυναίκα που ξέρει και λέει μοιρολόγια.

[μσν. μοιρολογίστρια, μοιρολογήτρια < μοιρολογη(σ)- (μοιρολογώ) -τρια με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσια > τρακόσια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες