Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιλητός -ή -ό [militós] Ε1 : (προφ.) προφορικός. || (ως ουσ.) το μιλητό, το μίλημα, η ομιλία.
[μιλη- (μιλώ) -τός (πρβ. αρχ. ὁμιλητός `που δεν μπορείς να συναναστραφείς μαζί του΄)]