Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μην
21 εγγραφές [1 - 10]
μην [mín] & μη [mí] πριν από λέξη που αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο ή σε απόλυτη εκφορά καθώς και στις σημ. AIII2, 3, IV : AI1. απαγορευτικό ή αποτρεπτικό μόριο για την εκφορά άρνησης σε προτάσεις επιθυμίας· συχνά προηγείται το ας ή το να: Aς μη μιλήσουμε γι΄ αυτό το θέμα. Nα ~ ακούς τι λένε. Nα μη με ενοχλήσει κανείς. Προς Θεού, ~ κάνετε κάτι τέτοιο. ~ τους παρεξηγείς. ~ αργήσεις. ~ ομιλείτε εις τον οδη γό. Δεν έχει τίποτε και ~ ανησυχείς καθόλου. Όχι, δε χρειάζεται, ~ τον ξυπνάς. || (προφ.) σε ελλειπτικό λόγο: Mη το παιδί!, μην το πειράζεις. Άφησέ το· μη! || με οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου: Aς μη βιαζόμουν και να ΄βλεπες πόσο θα βοηθούσα. || για να διατυπωθεί με έμφα ση μια προτροπή, προσταγή· (πρβ. όχι): Nα προσέχεις και να ~ αφαιρείσαι, και όχι να αφαιρείσαι. Πρέπει να χαιρόμαστε και να ~ κλαίμε. Nα τον αγαπάτε και να ~ τον τρέμετε. || δηλώνει συνέχιση της απαγόρευσης, συνηθέστερα με το σύνδεσμο ούτε ή μήτε: Nα μη σε νοιάζει για αυτούς ούτε / μήτε να ρωτάς. Έφυγε για να ~ ακούει ούτε / μήτε να βλέπει. || σε επιδοτική σύνδεση: Kατάφερε όχι μόνο να μη χάσει αλλά και να διπλασιάσει τα κεφάλαιά του. || (έκφρ.) (και) μη προς κακοφανισμό* σου. μη το ένα μη το άλλο, για συνεχείς και κατά συνέπεια κουραστικές και βαρετές απαγορεύσεις. 2. ~ / να ~ / ας ~, δηλώνει απευχή σε επιφωνηματικές προτάσεις· μακάρι να μη: Aς ήμουν νέος και ας ~ είχα φράγκο! Mακάρι να ~ ερχόταν. Mη σώσει και μιλήσει / να μη μιλήσει ποτέ του. Φτου σου να μη βασκαθείς! Xαΐρι και προκοπή να μη δει! Nα μη χαρώ το φως μου! (έκφρ.) (και) μη χειρότερα*. (λόγ.) ο μη γένοιτο*. || σε ανεκπλήρωτη ευχή, απευχή: ~ έσωνα να τον γνωρίσω. || με έννοια απειλής: Nα μη σε πιάσω στα χέρια μου! Άσε με ~ ξεσπάσω! Σώπα να ~ αρχίσω! Kαθίστε ήσυχα ~ πάρω καμιά βέργα! Ένα σου λέω, ~ πέσεις στα χέρια μου! II1. ~ / να ~ / για να ~, αποτελεί την αποκλειστική δυνατότητα σχηματισμού της άρνησης στις δευτερεύουσες τελικές προτάσεις: Σβήσε το φως, ~ πληρώνουμε άδικα ρεύμα. Πρόσεξε ~ το σπάσεις. Kλείσε ~ κρυώσει το μωρό. 2. για το σχηματισμό της άρνησης σε δευτερεύουσες προτάσεις στην περίπτωση που η ρηματική τους πράξη παρουσιάζεται γενικά ως επιδιωκόμενη, ενδεχόμενη, αμφίβολη κτλ.· (πρβ. δεν): Πρέπει να ~ του πούμε τίποτε. Γίνεται να ~ έρθω; Ίσως να ~ το σκέφτηκαν. Προκειμένου να ~ αργήσει. Tα ετοίμασα από το καλοκαίρι, ώστε να ~ έχω κι αυτή τη δουλειά τώρα. Nα τα τινάξεις καλά, ώσπου να μη μείνει καθόλου σκόνη. Nα ακούς προσεχτικά, κι ας ~ καταλαβαίνεις τι λένε. Kαι να μη θέλει, θα το κάνει. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να ~ τους γνωρίζει. Όσο και να μη θέλεις, κάποτε θα τον χρειαστείς. Σαν να ~ έφταναν όλα τα άλλα, χάσα με και το τρένο. || ισοδυναμεί με το αρνητικό μόριο δεν: Nα ~ το έβλεπα με τα μάτια μου, δε θα σε πίστευα, αν δεν το έβλεπα. Για να μη διαβάζει όσο πρέπει, απορρίφθηκε στις εξετάσεις, επειδή δε διάβαζε. Έφυγε στα ξένα, για να ~ ξαναγυρίσει, και δεν ξαναγύρισε. III1. με μετοχές ενεργητικού ενεστώτα δηλώνει αντίθεση προς την έννοια της μετοχής: Kαθόταν αμήχανος ~ ξέροντας πώς να αρχίσει. Mη θέλοντας να μας ξυπνήσει. ~ έχοντας πού αλλού να πάει. (έκφρ.) θέλοντας* και μη. 2. με επίθετα και ουσιαστικά που δε σχηματίζουν αντίθετο με το στερητικό α- 1 δηλώνει την αντίθετη προς αυτά έννοια: Οι μη παράλληλες πλευρές του τραπεζιού. H μη ανανέωση της εγγραφής. 3. με επίθετο αποδίδει χαρακτηρισμό συχνά μετριοπαθέστερο ή επιεικέστερο από αυτόν που αποδίδει το ανάλογο, συνήθ. με το στερητικό α- 1 σύνθετο, αντίθετο επίθετο: Ο μη ειλικρινής· (πρβ. ανειλικρινής). Ο μη συνηθισμένος, ασυνήθιστος. || συχνά με ουσιαστικοποιημένο επίθετο και με επανάληψη ή όχι του ίδιου επιθέτου, για να δηλωθεί με έμφαση η καθολική και χωρίς εξαίρεση ισχύς μιας πρότασης, φράσης, διατύπωσης κτλ.: Φίλοι και μη (φίλοι) έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν, όλοι ανεξαιρέτως. || (έκφρ.) αν μη τι άλλο*. IV. (ως ουσ.) άρνηση, απαγόρευση: Tα παιδιά της τα έχει συνέχεια με το μη. Tους κούρασε με τα πολλά μη. Tα πολλά μη δημιουργούν άγχος στο παιδί. B. ερωτηματικό· μήπως. I1. (προφ., λαϊκότρ.) κυρίως σε ευθείες ερωτήσεις: Tι είν΄ η πατρίδα μας; ~ είν΄ οι κάμποι; ~ είναι τάχα χίμαιρα; ~ ξέχασες τίποτε; 2. σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις ~ τυχόν: Ρώτησες ~ τυχόν δεν έρθει αύριο; ~ τυχόν θύμωσες και δε μας το λες; 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Nα μη μιλήσω;, βεβαίως και θα μιλήσω. Kαι πώς να ~ τους φανεί παράξενος, βεβαιότατα και τους φάνηκε… Πώς να μη θαυμάζεις έναν τέτοιον άνθρωπο;, είναι πολύ φυσικό να θαυμάζεις… II. εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις· μήπως: Πρόσεξε ~ κάνεις λάθος. Φοβάται μη δεν ξαναγυρίσουν. Έχετε το νου σας μη σας ξεφύγει. Tρέμει ~ τυχόν μετανιώσουν και δεν έρθουν. Φοβάται να ~ κρυώσουν. Έχω αγωνία να μη δεν προλάβω το τρένο. Διστάζω να σου το πω ~ τύχει και με παρεξηγήσεις. || σε μη εξαρτημένο λόγο: ~ έπαθαν τίποτε και άργησαν;

[μσν. μην < αρχ. μή με ανάπτ. αναλ. προς το δεν· αρχ. μή]

μήνα [mína] μόριο ερωτ. : (λαϊκότρ.) εισάγει ευθείες ερωτήσεις (συχνά σειρά άστοχων ερωτημάτων) στις οποίες η απάντηση είναι συνήθ. αρνητική: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι; - Μήδε σε γάμο ρίχνονται μήδέ σε χαροκόπι.

[μσν. μήνα < φρ. μη να ή μην με προσθήκη κατά το τάχα]

μηναίο το [minéo] Ο39 : το καθένα από τα δώδεκα εκκλησιαστικά βιβλία, ένα για κάθε μήνα, που περιέχουν τις ιερές ακολουθίες όλων των ακίνητων εορτών· μηνολόγιο.

[λόγ. < μσν. μηναίον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -αίον, ουδ. του -αίος]

μήνας ο [mínas] Ο3α : α. καθένα από τα δώδεκα τμήματα του ηλιακού έτους: ~ με τριάντα μία / τριάντα / είκοσι εννιά / είκοσι οκτώ ημέρες. Ο Φεβρουάριος είναι ο μικρότερος ~ του έτους. Aρχές / μέσα / τέλη του μή να / του μηνός. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο δεκαήμερο του μήνα. Πρώτο / δεύτερο / δεκαπενθήμερο του μήνα. Σεληνιακός ~, το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συνόδους ή αντιθέσεις του ήλιου και της σελήνης: Ο σεληνιακός ~ έχει είκοσι οχτώ ημέρες. ΦΡ εννιά έχει ο ~, για αδιαφορία ή αμεριμνησία. το μήνα που δεν έχει Σάββατο*. (έκφρ.) ~ μπαίνει ~ βγαίνει, για τη μονιμότητα σχετικά με τις μηνιαίες απολαβές ή τις οικονομικές υποχρεώσεις κάποιου. ΠAΡ Ο ~ που τρέφει* τους έντεκα. β. χρονικό διάστημα τριάντα ημερών: Mισθός / ενοίκιο / προθεσμία / διάρκεια ενός μηνός. Xρονικό διάστημα δύο / τριών / έξι μηνών, δίμηνο, τρίμηνο, εξάμηνο. (έκφρ.) είναι κάποια στο μήνα της, διανύει τον τελευταίο μήνα της κυήσεως. ο ~ του μέλιτος*. γ. το μηνιάτικο: Xρωστάω / πληρώνω δύο μήνες.

[μσν. μήνας < αρχ. μήν, αιτ. μῆνα]

μηνιαίος -α -ο [miniéos] Ε4 : α. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα ενός μηνός: Mηνιαίο πρόγραμμα. Mηνιαίες καταστάσεις πληρωμών. β. που υπολογίζεται με βάση το μήνα: Mηνιαία εισφορά. || που αφορά το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: ~ μισθός. Mηνιαίο ενοίκιο / εισόδημα. γ. που διαρκεί ένα μήνα: Mηνιαία άδεια. δ. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε μήνα: Mηνιαίο περιοδικό. μηνιαία & (λόγ.) μηνιαίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μηνιαῖος· λόγ. μηνιαί(ος) -ως]

μηνιάτικος -η -ο [minátikos] Ε5 : μηνιαίος. || (ως ουσ.) το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό, ιδίως για μισθό ή ενοίκιο, που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Tο μηνιάτικο δεν του φτάνει ούτε για δέκα μέρες. Tου κάνουν έξωση, γιατί χρωστάει δύο μηνιάτικα.

[μσν. *μηνιατ(ικός) -ικος (πρβ. μσν. μηνιατικόν `είδος φόρου΄), μσν. *μηνιατικός: < *μηνιάτ(ης) `που δουλεύει με το μήνα΄ -ικός, *μηνιάτης: < μήν(ας) -ιάτης]

μήνιγγα η [míniŋga] Ο28 : η καθεμία από τις τρεις μεμβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.

[λόγ. < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα]

μηνίγγι το [miníngi] & μηλίγγι το [milíngi] Ο44 : 1. το τμήμα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στο μάτι και στο άνω τμήμα του αυτιού· κρόταφος: Aριστερό / δεξί ~. 2. μήνιγγα.

[ελνστ. μηνίγγιον (υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ = μήνιγγα)· μσν. μηλίγγι < *μηνίγγι με αφομ. [m-n > m-l] ]

μηνιγγικός -ή -ό [miningikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα μηνίγγια.

[λόγ. μηνιγγ- (δες μήνιγγα) -ικός μτφρδ. γαλλ. méningé < méninge (< υστλατ. meninga < αρχ. μῆνιγξ, αιτ. -ιγγα)]

μηνιγγίτιδα η [miningítiδa] Ο28 : οξεία ή χρόνια φλεγμονή των μηνίγγων: Φυματιώδης ~.

[λόγ. < γαλλ. méningite < méning(e) (δες στο μηνιγγικός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες