Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηνιαίος
1 εγγραφή
μηνιαίος -α -ο [miniéos] Ε4 : α. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα ενός μηνός: Mηνιαίο πρόγραμμα. Mηνιαίες καταστάσεις πληρωμών. β. που υπολογίζεται με βάση το μήνα: Mηνιαία εισφορά. || που αφορά το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: ~ μισθός. Mηνιαίο ενοίκιο / εισόδημα. γ. που διαρκεί ένα μήνα: Mηνιαία άδεια. δ. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε μήνα: Mηνιαίο περιοδικό. μηνιαία & (λόγ.) μηνιαίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μηνιαῖος· λόγ. μηνιαί(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες