Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετωνυμία η [metonimía] Ο25 : (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με λέξη που δηλώνει άλλη έννοια, η οποία όμως έχει σχέση στενά με την πρώτη, π.χ. ο δημιουργός με το δημιούργημά του, το περιέχον με το περιεχόμενο, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο· (πρβ. υπαλλαγή), π.χ. “Όμηρος” αντί “ομηρικά ποιήματα”, “Aθήνα” αντί “Aθηναίοι”.
[λόγ. < ελνστ. μετωνυμία]
- μετωνυμικός -ή -ό [metonimikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μετωνυμία ή έχει σχέση με αυτή: Mετωνυμική χρήση μιας λέξης. Mετωνυμική έκφρα ση.
[λόγ. < ελνστ. μετωνυμικός]