Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταρρύθμιση
1 εγγραφή
μεταρρύθμιση η [metaríθmisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταρρυθμίζω· η εφαρμογή διαφορετικών συστημάτων, μεθόδων κτλ. σε ένα σύνολο, θεσμό κτλ. επιδιώκοντας αλλαγή προς το καλύτερο: H γλωσσική / εκπαιδευτική / αγροτική ~. H χώρα έχει ανάγκη από μια σειρά οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων. 2. H (θρησκευτική) Mεταρρύθμιση, η θρησκευτική κίνηση στη δυτική Ευρώπη κατά το 16ο αι. που είχε ως συνέπεια την ίδρυση της προτεσταντικής εκκλησίας: Ο πάπας καταπολέμησε με κάθε μέσο τη Mεταρρύθμιση.

[λόγ.: 1: μσν. μεταρρύθμισις < μεταρρυθμι- (μεταρρυθμίζω) -σις > -ση & σημδ. γαλλ. réforme· 2: σημδ. γαλλ. réformation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες