Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταναστεύω
1 εγγραφή
μεταναστεύω [metanastévo] Ρ5.1α : φεύγω από τη χώρα που μένω και εγκαθίσταμαι σε κάποια άλλη· (πρβ. αποδημώ): Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ. || Mεταναστεύουν τα ζώα / τα πουλιά.

[λόγ. < ελνστ. μεταναστεύω `αναχωρώ΄ με αλλ. της σημ. κατά το μετανάστης σημδ. γαλλ. émigrer, αγγλ. migrate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες