Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθύστακας
1 εγγραφή
μεθύστακας ο [meθístakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (υβρ.) μέθυσος.

[ελνστ. μεθυστ(ής) `μέθυσος΄ -ακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες