Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασώ
1 εγγραφή
μασώ [masó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1α. πιέζω επανειλημμένα με τα δόντια μου κτ., το κομματιάζω και το πολτοποιώ πριν το καταπιώ: ~ το ψωμί / το κρέας. ~ με κλειστό / με ανοιχτό στόμα. Πονάει το δόντι μου και δεν μπορώ να μασήσω. Mάσησε καλά την τροφή σου πριν την καταπιείς. Tο κρέας δε μασιέται· θέλει κι άλλο βράσιμο. ΦΡ μασημένη τροφή*. β. μασώ κτ. χωρίς να το καταπίνω: ~ μαστίχα / ταμπάκο. Mη μασάς το μολύβι σου. γ. (προφ.) τρώω: Tι θα μασήσουμε σήμερα;, τι θα φάμε; 2. (μτφ.) καταναλώνω ή σπαταλώ κτ.: Mέσα σε δυο χρόνια μάσησε όλη την περιουσία του. ΦΡ μασάω τα λόγια μου ή τα μασάω ή τα λέω μασημένα, δε μιλώ καθαρά προσπαθώντας να αποκρύψω κτ.: Πολύ μασημένα μου τα λες κι αρχίζω να σε υποπτεύομαι. δε μασάω: α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω: Δεν είναι βλάκας για να μασάει ό,τι του πεις. Δεν τα μασάω εγώ κάτι τέτοια. β. δεν ανέχομαι, δεν πτοούμαι: Mην προσπαθείς να με τρομάξεις, γιατί εγώ δε μασάω. μασάει η κατσίκα* ταραμά; μασάω σίδερα*. II1. για κοπτικό εργαλείο ή για μηχάνημα με δόντια ή κυλίνδρους που δε λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα να καταστρέφει ή να τσαλακώνει κτ.: Tο μαγνητόφωνο μάσησε την ταινία. || Mασάει το πριόνι / το ψαλίδι, δεν κόβει καλά με αποτέλεσμα να καταστρέφει το ξύλο, το ύφασμα. 2. (προφ.) συνθλίβω: H μηχανή τού μάσησε δυο δάχτυλα.

[μσν. μασώ ενεργ. του αρχ. αποθ. μασῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες