Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρκούτσι
1 εγγραφή
μαρκούτσι το [markútsi] Ο44 : 1. ο σωλήνας του ναργιλέ από τον οποίο περνάει ο καπνός: Έβαλε το ~ στο στόμα του και τράβηξε μια ρουφηξιά. 2. (μτφ., οικ.) για κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως εξάρτημα: Δε θέλω μικρόφωνο· πάρε αυτό το ~ από μπροστά μου.

[τουρκ. marpuç (από τα περσ.), διαλεκτ. markuç ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες