Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρκαλίζω
1 εγγραφή
μαρκαλίζω [markalízo] -ομαι Ρ2.1 & μαρκαλώ [markaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ. για τράγο ή κριάρι) γονιμοποιώ το αντίστοιχο θηλυκό· (πρβ. βατεύω): Mαρκαλισμένη κατσίκα / προβατίνα.

[ίσως < αλβ. merr `βατεύομαι΄ + kal(ë) `άλογο΄ -ίζω, -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες