Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανόν
1 εγγραφή
μανόν το [manón] & μανό το [manó] Ο (άκλ.) : η όζα.

[σήμα κατατ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες