Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντρόσκυλο το [mandróskilo] Ο41 : 1α. μεγαλόσωμος σκύλος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κοπαδιών ιδίως από κατσίκες ή πρόβατα· τσοπανόσκυλο. β. (μειωτ.) για μεγαλόσωμο σκύλο που δεν είναι ράτσας. 2. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο που υποστηρίζει τα συμφέροντα κάποιου άλλου, ιδίως ισχυρού: Kομματικό ~. Tα μαντρόσκυλα της μπουρζουαζίας.
[μαντρ(ί) -ο- + σκυλ(ί) -ο]