Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανιτάρι το [manitári] Ο44 : 1. είδος μύκητα που έχει χαμηλό βλαστό και κορυφή σε σχήμα ομπρέλας, φυτρώνει ιδίως σε υγρά εδάφη και αναπτύσσεται πολύ γρήγορα: Mαζεύω / μαγειρεύω / τρώω μανιτάρια. Προτιμάμε τα καλλιεργημένα μανιτάρια, γιατί τα αυτοφυή μπορεί να είναι δηλητηριώδη. ΦΡ φυτρώνουν σαν (τα) μανιτάρια, δημιουργούνται πολύ γρήγορα και ξαφνικά: Φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια τα αυθαίρετα στις δασώδεις περιοχές. 2. (μτφ.) το σύννεφο που προκαλείται από την έκρη ξη ατομικής βόμβας και μοιάζει με μανιτάρι: Tο ~ απλώθηκε καταστροφικό πάνω από τη Xιροσίμα.
μανιταράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. μανιτάριν < αμανιτάριν (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του ελνστ. ἀμανίτ(ης) -άριν]