Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανιβέλα
1 εγγραφή
μανιβέλα η [manivéla] & μαναβέλα η [manavéla] Ο25α : 1. μοχλός που αποτελείται από μία ράβδο ευθεία ή λυγισμένη, έτσι ώστε να σχηματίζει δύο συνεχείς ορθές γωνίες και χρησιμοποιείται για την περιστροφή χειροκίνητου μηχανήματος ή για να τεθεί σε λειτουργία ένας κινητήρας: H ~ του αυτοκινήτου. Γυρίζει τη ~ με τα δυο του χέρια. 2. (μτφ.) ξυλοκόπημα: ~ που του χρειάζεται!

[ιταλ. manovella ίσως με επίδρ. του γαλλ. manivelle ή του τουρκ. manivela· [i > a] (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες