Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανάρι
1 εγγραφή
μανάρι το [manári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή το προορίζουν για σφάξιμο· θρεφτάρι: Bόσκω / ταΐζω το ~. Σφάξαμε το ~ για να γιορτάσουμε το Πάσχα. 2α. (μτφ.) για αγαπημένο πρόσωπο, ιδίως ως χαϊδευτική προσφώνηση. β. ως θαυμαστικό επιφώνημα σε ωραία, άγνωστη γυναίκα. μαναράκι το YΠΟKΟΡ. μαναρούλι το YΠΟKΟΡ. μανάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2β.

[ίσως μάν(α) -άρι· μανάρ(ι) -ούλι· μανάρ(ι) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες