Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακελειό
1 εγγραφή
μακελειό το [makeó] Ο38 : 1α. σφαγή ή γενικά φόνος πολλών ανθρώπων ή ζώων: Άγριο / φρικτό ~. Ένας μόνο γλίτωσε από το ~ κι έφερε την είδηση στο χωριό. β. μεγάλος και συνήθ. αιματηρός καβγάς: Φύγε από μπροστά μου, γιατί θα γίνει μεγάλο ~. 2. (μτφ.) για ομαδική αποτυχία σε μια διαδικασία επιλογής: Προβλέπεται να γίνει πάλι ~ στις εξετάσεις.

[ελνστ. μακελλεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. μάκελλ(ον) `φράχτης΄ -εῖον με επίδρ. της σημ. του λατ. macellum `χασάπικο΄ (πρβ. μακελάρης) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες