Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίζα
3 εγγραφές [1 - 3]
μίζα 1 η [míza] Ο25α : 1. (προφ.) αμοιβή για παράνομη εκδούλευση ή μερίδιο από παράνομα κέρδη: Παίρνω ~. Aπό τη δουλειά αυτή θα έχεις κι εσύ τη ~ σου. 2. το αρχικό χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο παίκτης σε κάθε παιχνίδι ιδίως χαρτοπαικτικό: Kαλύπτω / σκεπάζω τη ~ μου, την εξισώνω με εκείνη του αντιπάλου.

[γαλλ. mis(e) (στη σημ. 2)]

μίζα 2 η : μικρός ηλεκτρικός κινητήρας που προκαλεί την αρχική κίνηση σε μηχανές εσωτερικής καύσεως.

[γαλλ. mise en marche `εκκίνηση μηχανισμού΄]

μιζαμπλί η [mizamplí] & μιζαμπλί το [mizamplí] Ο (άκλ.) : κομμωτική διαδικασία με την οποία δίνουν στα βρεγμένα μαλλιά ορισμένη μορφή η οποία διατηρείται, όταν αυτά στεγνώσουν: Έκανε τα μαλλιά της ~. Ρολά / μπικουτί για τη ~.

[λόγ. < γαλλ. (θηλ.) mise en plis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες