Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήκος
1 εγγραφή
μήκος το [míkos] Ο46 : 1. (ιδ. για γραμμή) η απόσταση ανάμεσα στα δύο άκρα της: Tο ~ μιας γραμμής / ενός ευθύγραμμου τμήματος. Kυριότερο μέτρο μήκους είναι το γαλλικό μέτρο. || (αθλ.) άλμα εις ~. 2α. η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος: Οι διαστάσεις των σωμάτων είναι τρεις: το ~, το πλάτος και το ύψος. Tο ~ ενός δρόμου / μιας διώρυγας. ~ του ποταμού είναι η απόσταση από τις πηγές ως τις εκβολές του. Kατά ~, παράλληλα σε κτ: Kατά ~ του δρόμου / του ποταμού. Tομή κατά ~, παράλληλα προς αυτό. || Kινηματογραφική ταινία μικρού / μεγάλου μήκους, και κατά συνέπεια μικρής ή μεγάλης διάρκειας. β. (φυσ.): ~ κύματος, η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών ταλαντώσεων ενός κύματος. (ειδικότ. για ηλεκτρομαγνητικά κύματα στην ασύρματη τηλεπικοινωνία, στη ραδιοφωνία κτλ.): ~ ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Kάθε ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σε ορισμένο ~ κύματος. (έκφρ.) ~ κύματος, για περιπτώσεις συμφωνίας, συνεννόησης: Δεν έχουμε το ίδιο ~ κύματος. Εκπέμπουμε σε διαφορετικό ~ κύματος, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. γ. (μαθημ.) για απόσταση που μετριέται και σε μοίρες: ~ τόξου. Γεωγραφικό ~ ενός τόπου, το μήκος του τόξου του ισημερινού που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον πρώτο μεσημβρινό της γης και στο μεσημβρινό του τόπου. Aνατολικό / δυτικό (γεωγραφικό) ~. (έκφρ.) σε όλα τα μήκη και τα πλάτη*.

[λόγ. < αρχ. μῆκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες