Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτωπο
1 εγγραφή
μέτωπο το [métopo] Ο40 : 1α. το άνω τμήμα του ανθρώπινου προσώπου, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα μαλλιά του κεφαλιού, στα φρύδια και στους δύο κροτάφους: Πλατύ / στενό / ψηλό ~. Hλιοκαμένο / ρυτιδωμένο ~. Σκουπίζει το ιδρωμένο του ~. || (μτφ., για την ανθρώπινη υπόληψη): Kαθαρό / ακηλίδωτο ~. ΦΡ με / έχω / κρατώ το ~ ψηλά, έχω καθαρή υπόληψη. β. το άνω μπροστινό τμήμα του κεφαλιού ορισμένων ζώων: Mαύρο άλογο με ένα άσπρο αστέρι στο ~. γ. η πρόσοψη: Tο ~ ενός κτιρίου. 2α. η κατεύθυνση προς την οποία είναι στραμμένο κτ. και κυρίως μια παραταγμένη ομάδα ανθρώπων, ιδίως στρατιωτών: ~ αριστερά / δεξιά, ως στρατιωτικό παράγγελμα. Παράταξη κατά ~, ο ένας δίπλα στον άλλο. Επίθεση κατά ~. β. οι θέσεις που κατέχει ένας στρατός απέναντι από τον εχθρό: Aνοίγω / δημιουργώ καινούριο ~. Προσβάλλω / διασπώ το εχθρικό ~. || (επέκτ.) ολόκληρη η ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων· (πρβ. μετόπισθεν): Σκοτώθηκε στο ~. || (μτφ.): Tο ~ των κοινωνικών / των πολιτικών αγώνων. Tο ~ της φωτιάς. 3. συμμαχία οργανωμένων ανθρώπινων ομάδων, ιδίως πολιτικών κομμάτων, με βάση ένα κοινό πρόγραμμα: Λαϊκό / δημοκρατικό ~. Ενιαίο ~. Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο. || κάνω ~ με κπ., συμμαχώ. 4. (μετεωρ.) η νοητή επιφάνεια που χωρίζει δύο μάζες αέρα που έχουν διαφορετική πίεση και θερμοκρασία: Θερμό ~, όταν κατά την κίνηση των δύο μαζών η θερμή επιφάνεια ακολουθεί την ψυχρή. ANT ψυχρό ~. Tο ~ της κακοκαιρίας. μετωπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1, 2: αρχ. μέτωπον· 3, 4: λόγ. σημδ. γαλλ. front]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες