Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτριος
1 εγγραφή
μέτριος -α -ο [métrios] Ε6 : α. που έχει μέτρο, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη υπερβολής: Mέτριοι υπολογισμοί. Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια. β. (για ποσότητα, μέγεθος κτλ.) β1. που δεν είναι ούτε πολύ μικρός ούτε πολύ μεγάλος: Mέτρια θερμοκρασία. Mέτριο ανάστημα / εισόδημα. Mέτριος άνεμος. β2. για τον καφέ, συνήθ. ως ουσ., που δεν είναι πολύ γλυκός ούτε πικρός: Γκαρσόν φέρε μου ένα φραπέ μέτριο με γάλα. Πώς τον πίνεις τον καφέ; -Mέτριο. γ. (για ποιότητα) που δεν είναι ούτε πολύ καλός ούτε πολύ κακός: ~ καλλιτέχνης / επιστήμονας. Mέτριο μυαλό / αποτέλεσμα. Mαθητής ~ στα μαθηματικά. (λόγ. έκφρ.) κάτω* του μετρίου. μέτρια & (λόγ.) μετρίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μέτριος· λόγ. < αρχ. μετρίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες