Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μένος
1 εγγραφή
μένος το [ménos] Ο46β : έντονη διάθεση για δράση ιδίως βίαιη: Πολεμικό / καταστροφικό ~.

[λόγ. < αρχ. μένος `δύναμη, λύσσα στη μάχη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες