Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέθυσος
1 εγγραφή
μέθυσος ο [méθisos] Ο20 : αυτός που πίνει συχνά οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μπεκρής: Είναι τεμπέλης και ~.

[λόγ. < αρχ. μέθυσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες