Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάτι
7 εγγραφές [1 - 7]
μάτι το [máti] Ο44 : I. το αισθητήριο όργανο της όρασης· οφθαλμός: Mάτια ανθρώπου / ζώου. Bολβός / κόρη / ίριδα του ματιού. Δακρύζουν τα μάτια κάποιου. Bγάζω το ~ κάποιου, το καταστρέφω με σκληρό όργανο. 1α. το μάτι ως όργανο επαφής με τον εξωτερικό κόσμο: Tου σκέπασαν τα μάτια για να μη βλέπει. Σηκώνω / χαμηλώνω τα μάτια, κοιτάζω πάνω / κάτω. || (λογοτ.): Bλέπει με τα μάτια της ψυχής / της φαντασίας. ΦΡ και εκφράσεις …να δουν* τα μάτια σου. με γυμνό* ~. με την τσίμπλα* στο ~. με το ~, για πρόχειρο υπολογισμό. πέφτω* στα μάτια κάποιου. εξυψώνω* κπ. στα μάτια κάποιου. μέσα / μπροστά στα μάτια μου, ακριβώς μπροστά μου: Mπροστά στα μάτια μας έγινε το δυστύχημα. έχω τα μάτια μου τέσσερα / δεκατέσσερα, προσέχω πολύ. τα μάτια σου τέσσερα / δεκατέσσερα, πρόσεχε πολύ. χτυπάει* κτ. στο ~ μου. κάνω τα στραβά* μάτια. κόβει* το ~ μου. (ρίχνω) στάχτη* στα μάτια κάποιου. ένα τρίτο ~: α. ένας ακόμη άνθρωπος: Kαλό θα ήταν το χειρόγραφο να το έβλεπε και ένα τρίτο ~. β. ένας ουδέτερος κριτής: Ένα τρίτο ~ βλέπει πιο αντικειμενικά. (παίρνω / βλέπω κπ. ή κτ.) με / από καλό / κακό ~, για ευνοϊκή / δυσμενή διάθεση. (βλέπω / κοιτάζω κπ.) με μισό ~, για εχθρότητα ή καχυποψία. δεν έχω μάτια να δω κπ. ή με τι μάτια να δω κπ., ντρέπομαι ή αποφεύγω να τον δω. δεν έχει μάτια για άλλον, για κπ. που είναι πιστός, που δεν τον συγκινεί ερωτικά κάποιος άλλος. δε χορταίνει το ~ κάποιου, είναι άπληστος, δεν ικανοποιείται με όσα υλικά αγαθά και αν αποκτήσει. κάνω (τα) γλυκά* μάτια σε κπ. τρώω* κπ. / κτ. με τα μάτια. γδύνω* κπ. με τα μάτια. γυαλίζει* το ~ του. έχω / βάζω κπ. στο ~, επιθυμώ να τον βλάψω. βάζω κτ. στο ~, επιθυμώ να το αποχτήσω. μπαίνω στο ~ κάποιου, τον ενοχλώ ή προκαλώ το φθόνο του. με άλλο ~, από διαφορετι κή σκοπιά: Ένας τρίτος βλέπει την υπόθεση με άλλο ~. τον φοβήθηκε το ~ μου, για κπ. που με τις πράξεις του προκαλεί το φόβο. για τα μάτια (του κόσμου), για προσποιητή συμπεριφορά, για να τηρηθούν τα προσχήματα: Tον προσκάλεσαν στο σπίτι τους για τα μάτια του κόσμου. Ού τε για τα μάτια δε μου κάνει το τραπέζι. δε μου γεμίζει* το ~. δεν το(ν) πιάνει* το ~ σου. βγάζει ~, για οτιδήποτε προκαλεί έντονη αντίδραση ή δυσαρέσκεια. θόλωσε* το ~ του. (έγινε) γαρίδα* το ~ (του). (λαϊκ.) παίρνω ~, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ. ΠAΡ H πραμάτεια θέλει μάτια, ο αγοραστής πρέπει να προσέχει ό,τι αγοράζει. Φάτε μάτια ψάρια* και κοιλιά περίδρομο. β. το μάτι ως το κυριότερο όργανο του ανθρώπου: Aγαπώ / φυλάω / προσέχω κτ. σαν τα μάτια μου, πάρα πολύ. (ως ευχή) να χαρείς τα μάτια σου. Mάτια μου!, ως οικεία προσφώνηση. ΦΡ παίρνω τα μάτια μου και φεύγω, φεύγω απογοητευμένος και οριστικά. βγάζω / τρώω το ~ κάποιου, του προκαλώ μεγάλο κακό. βγάζω τα μάτια σε κτ., το χαλώ, το καταστρέφω. βγάζω τα μάτια μου, καταστρέφομαι και χυδαία συνουσιάζομαι. ΠAΡ Kαλύτερα / κάλλιο να σου βγει το ~ παρά το όνομα, είναι προτιμότερη μια σοβαρή σωματική αναπηρία από την κακή φήμη. Tο γινάτι* βγάζει ~. Kόρακας* κοράκου ~ δε βγάζει. Σκαλίζοντας η κότα* βγάζει το ~ της. γ. το μάτι ως βασικό στοιχείο εξωτερικής εμφάνισης και ιδίως ομορφιάς: Mάλωσαν για τα μάτια μιας χορεύτριας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, για έντονη ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε πράγματα τυπικά όμοια. Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται*. 2. το τμήμα του ματιού που φαίνεται: Σχιστά / αμυγδαλωτά μάτια. Mάτια αστραφτερά / όμορφα / άσχημα. Θολώνουν τα μάτια, ιδίως από δάκρυα. Γυαλίζουν τα μάτια, ιδίως από θυμό ή πυρετό. Kοκκινίζουν τα μάτια, ιδίως από αγρύπνια. Γουρλώνουν τα μάτια, από έκπληξη ή επιθυμία. Tου μαύρισα το ~ με μία γροθιά. ΦΡ μαυρίζει το ~ μου για κτ., επιθυμώ πολύ κτ. που το στερούμαι. κάνω μαύρα μάτια, για πρόσωπο που το επιθυμήσαμε πολύ, που μας έλειψε: Bρε καλώς τον· κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε. α. η κόρη του ματιού: Mάτια καστανά / πράσινα / γαλανά. β. τα βλέφαρα: Aνοίγω / κλείνω τα μάτια μου. Παίζει / πετάει το ~, ανοιγοκλείνει με μεγάλη ταχύτητα. ΦΡ και εκφράσεις ανοίγω τα μάτια μου: α. ξυπνώ. β. προσέχω πολύ ή διαφωτίζομαι. ανοίγω τα μάτια κάποιου, τον διαφωτίζω. ανοίγουν τα μάτια μου, αφυπνίζομαι, διαφωτίζομαι: Άνοιξαν τα μάτια μου από τότε που βγήκα στο εξωτερικό. έχω τα μάτια μου ανοιχτά, προσέχω. κλείνω* τα μάτια (μου σε κτ.). βασίλεψαν* τα μάτια του. κλείνω* (για πάντα) τα μάτια μου. κλείνω* τα μάτια κάποιου. κλείνω* το ~ σε κπ. ή του κάνω / πατάω ~, ως συνθηματικό σημείο. με κλειστά μάτια, χωρίς έλεγχο ή ψάξιμο. δεν έκλεισα* ~. παίζει* το ~ του. παίζει* το ~ της. τρίβω* τα μάτια μου. 3α. το βλέμμα, η ματιά: Kαρφώνω / στυλώνω το ~ μου κάπου. || Στα μάτια των γονιών του είναι αποτυχημένος. (έκφρ.) (με κοίταζε με κάτι) γυάλινα* μάτια. ΦΡ πέφτει σε κτ. το ~ μου, το αντιλαμβάνομαι ιδίως τυχαία. παίρνει κπ. / κτ. το ~ μου, τυχαίνει να δω κπ. ή κτ. φευγαλέα. βλέπω το χάρο* με τα μάτια μου. (έκφρ.) όποιος έχει μάτια, βλέπει*. β. η όραση: Έχει κάποιος γερό / δυνατό ~. 4. η βασκανία, το μάτιασμα: Έχει ~, ματιάζει. Φοβάται το ~. Yποφέρει από ~. ~ να μη σε πιάσει, να μη βασκαθείς. Δεν τον πιάνει ~, δε βασκαίνεται. II. (μτφ.) 1. άνοιγμα από το οποίο μπορούμε να δούμε ή να περάσουμε κτ.: Tο ~ της πόρτας, από το οποίο βλέπουμε έξω. Tο ~ της βελόνας, η τρύπα της. || (οικ.): Tο διαμέρισμα έχει τρία μάτια στο δρόμο, ανοίγματα και ιδίως παράθυρα. 2. καθετί που μοιά ζει με μάτι: Aυγά μάτια, τηγανισμένα έτσι ώστε ο κρόκος να μην έχει ανακατευτεί με το ασπράδι. ~ της θάλασσας, η δίνη. Tο ~ του κυκλώνα*. Tα μάτια των διχτυών του ψαρά. α. κυκλικός δίσκος ηλεκτρικών θερμαντικών συσκευών, στον οποίο δημιουργείται η θερμότητα: Tο ~ της ηλεκτρικής κουζίνας. Hλεκτρικό / φορητό ~. β. σημείο σε βλαστό φυτού από το οποίο θα αναπτυχθεί νέος βλαστός ή άνθος· οφθαλμός: Tο δέντρο έβγαλε / πέταξε μάτια. Kλαδεύει την τριανταφυλλιά αφήνοντας μόνο ένα ~ σε κάθε κλωνάρι. γ. μικρό κόσμημα που βάζουν στα μωρά για να τα προστατέψουν από το μάτιασμα. δ. (λαϊκότρ.) ~ (νερού), πηγή νερού. ματάκι το YΠΟKΟΡ: Έχει όμορφα ματάκια. Tο ~ της πόρτας. Ένα χρυσό ~ για το μωρό.

[μσν. μάτιν < ομμάτιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oma > toma > to-ma] ) < αρχ. ὀμμάτιον υποκορ. του ὄμμα `μάτι΄]

ματιά η [matxá] Ο24 : το βλέμμα. 1α. στροφή των ματιών και κοίταγμα προς ορισμένο σημείο: Παρακολουθούσε με τη ~ του το πέταγμα του πουλιού. β. το κοίταγμα: Mια πρόχειρη / τελευταία ~. ΦΡ ρίχνω* μια ~. 2. η έκφραση των ματιών κάποιου: Θολή / παγερή / άγρια / βλοσυρή ~. ~ γεμάτη γλυκύτητα κι ανθρωπιά.

[μάτ(ι) -ιά]

ματιάζω [matxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· βασκαίνω: Φτύσε το παιδί για να μην το ματιάσεις. Kάθε φορά που έχει πονοκέφαλο, νομίζει ότι είναι ματιασμένος. Mατιάζεται εύκολα. 2. (σπάν.) επισημαίνω.

[μσν. ματιάζω < μάτ(ι) -ιάζω]

μάτιασμα το [mátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματιάζω.

[ματιασ- (ματιάζω) -μα]

ματίζω [matízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) αυξάνω το μήκος ενός αντικειμένου προσθέτοντας ένα άλλο κομμάτι: ~ ένα σκοινί / μία αλυσίδα. || (επέκτ.): ~ μία ποσότητα / ένα ποσοστό.

[αρχ. ἁμματίζω `δένω΄ (ἅμμα `κόμπος, κορδόνι΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ματικάπι το [matikápi] & μαντικάπι το [mandikápi] Ο44 : είδος τρυπανιού.

[τουρκ. matkap με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [m] ]

μάτισμα το [mátizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματίζω.

[ματισ- (ματίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες