Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάντης ο [mándis] Ο10 πληθ. μάντεις, γεν. μάντεων, αιτ. μάντεις θηλ. μάντισσα [mándisa] Ο27 : αυτός, κυρίως ιερέας αρχαίας θρησκείας, για τον οποίο πίστευαν ότι μπορεί να ερμηνεύει τη θέληση των θεών ή να προβλέπει εκείνα που θα συμβούν στο μέλλον: Ο ~ Kάλχας / Tειρεσίας. ~ κακών, που προβλέπει ότι θα συμβεί κτ. κακό. || (επέκτ.) αυτός που κάνει πετυχημένες προβλέψεις: Kάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο. || (ειρ.) αυτός που προβλέπει κτ. αυτονόητο: ~ είσαι;
[μσν. μάντης < αρχ. μάντ(ις) μεταπλ. -ης· μσν. μάντισσα < μάντ(ης) -ισσα]