Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάμος
1 εγγραφή
μάμος ο [mámos] Ο18 : (οικ.) ο μαιευτήρας.

[μαμ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες