Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάλη
1 εγγραφή
μάλη η [máli] Ο30 : μόνο στη λόγια έκφραση υπό μάλης: α. στη μασχάλη: Έχω / παίρνω κτ. υπό μάλης. β. (ειδικότ. στρατ.) για το τυφέκιο και ως παράγγελμα: Tη Mεγάλη Παρασκευή οι στρατιώτες φέρουν τα όπλα υπό μάλης.

[λόγ. < αρχ. μάλη `μασχάλη (για κρύψιμο όπλων)΄, φρ. ὑπό μάλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες