Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάκτρο
1 εγγραφή
μάκτρο το [máktro] Ο39 : 1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ. 2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ.: 1: ελνστ. μάκτρον· 2: σημδ. γαλλ. écouvillon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες