Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωλός
1 εγγραφή
λωλός -ή -ό [lolós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, μουρλός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος: M΄ αυτό το λωλό που μπλέξαμε, θα ΄χουμε κακά ξεμπερδέματα. || Άρχισε τα λωλά του πάλι, τις τρέλες του. λωλά ΕΠIΡΡ.

[μσν. λωλός < αρχ. ὀλωλώς μππ. του ρ. ὄλλυμαι `καταστρέφομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες