Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούμπα
3 εγγραφές [1 - 3]
λούμπα η [lúmba] Ο25α : (λαϊκ.) στη ΦΡ πέφτω στη ~, πέφτω σε (στημένη) παγίδα, πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας.

[αλβ. luba `λάκκος΄]

λουμπάγκο το [lubágo] Ο (άκλ.) : η οσφυαλγία.

[λόγ. < νλατ. lumbago < λατ. lumbago]

λουμπάρδα η [lumbárδa] Ο25 : η μπομπάρδα.

[ισπαν. lombarda ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες