Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιώμα
1 εγγραφή
λιώμα το [lóma] Ο48 : οτιδήποτε συμπιέστηκε ή χτυπήθηκε πολύ και έλιω σε, παραμορφώθηκε: Οι ντομάτες έγιναν ~ μέσα στην τσάντα. (έκφρ.) κάνω κπ. ή κτ. ~: α. παραμορφώνω εντελώς, διαλύω: Tον έκανε ~ στο ξύλο, τον έδειρε πάρα πολύ. Tο αυτοκίνητο τον έκανε ~, τον πολτοποίησε. β. κατανικώ, κατατροπώνω: Kάναμε ~ την αντίπαλη ομάδα. γίνομαι ~, παραμορφώνομαι εντελώς, διαλύομαι: Όταν έμαθε το θάνατο της φίλης της, έγινε ~, έγινε ράκος, διαλύθηκε ψυχολογικά. Έγινε ~ στο μεθύσι, μέθυσε πάρα πολύ.

[λιώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες