Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμό
6 εγγραφές [1 - 6]
λιμό το [limó] Ο38 : (στο χαρτοπαίγνιο) χαρτί με πολύ μικρή αξία: Προσπάθησε να ξεφορτωθεί ό,τι ~ είχε πάνω του. || (ως επίθ.): Είμαι άτυχος, όλο λιμά χαρτιά μου ΄ρχονται.

[;]

λιμοκοντόρος ο [limokondóros] Ο18 : (παρωχ.) νεαρός κομψευόμενος, επιτηδευμένος και επιδεικτικός στην εμφάνιση, στους τρόπους και στη συμπεριφορά, που παριστάνει το γόη και ερωτοτροπεί συστηματικά· (πρβ. δανδής).

[*λιμοκόντ(ης) `πεινασμένος κόμης΄ (< λίμ(α) 2 -ο- + κόντης δες στο κόντες) -όρος κατά τα κανταδόρος, σουλατσαδόρος]

λιμοκτονία η [limoktonía] Ο25 : 1. θάνατος από έλλειψη τροφής, από ασιτία. 2. παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας.

[λόγ. < αρχ. λιμοκτονία `θεραπεία με αποχή από τροφή΄ κατά τη σημ. της λ. λιμοκτονώ]

λιμοκτονώ [limoktonó] Ρ10.9α : 1. πεθαίνω από έλλειψη τροφής, από ασιτία: Yπάρχουν ακόμα και σήμερα χώρες όπου τμήματα του πληθυσμού λιμοκτονούν. 2. υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας· πεινώ: Είναι πολύν καιρό άνεργος και η οικογένειά του λιμοκτονεί.

[λόγ. < αρχ. λιμοκτονῶ]

λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.

[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]

λιμουζίνα η [limuzína] Ο25 : χαρακτηρισμός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, μεγάλου και πολυτελούς: Οι βιομήχανοι / οι υπουργοί με τις αστραφτερές λιμουζίνες.

[λόγ. < γαλλ. limousin(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες