Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμοκτονω
1 εγγραφή
λιμοκτονώ [limoktonó] Ρ10.9α : 1. πεθαίνω από έλλειψη τροφής, από ασιτία: Yπάρχουν ακόμα και σήμερα χώρες όπου τμήματα του πληθυσμού λιμοκτονούν. 2. υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας· πεινώ: Είναι πολύν καιρό άνεργος και η οικογένειά του λιμοκτονεί.

[λόγ. < αρχ. λιμοκτονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες