Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιβάδι το [liváδi] Ο44 : 1. έκταση γης που καλύπτεται από χόρτο και από διάφορα ποώδη φυτά· λειμώνας: Φυσικά / τεχνητά λιβάδια. Οι αγελάδες βόσκουν στο ~. Διασχίζαμε καταπράσινα / ανθισμένα λιβάδια. 2. είδος ιχθυοτροφείου.
λιβαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λιβάδιν < ελνστ. λιβάδιον `υγρός τόπος΄ υποκορ. του αρχ. λιβάς `πηγή΄]
- λιβαδικός -ή -ό [livaδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε λιβάδι: Λιβαδικές εκτάσεις.
[λόγ. λιβάδ(ι) -ικός]