Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λημέρι
1 εγγραφή
λημέρι το [liméri] Ο44 : 1. μέρος όπου κρύβονταν ή κατέφευγαν οι κλέφτες και οι αρματολοί (επί Tουρκοκρατίας) ή οι ληστές· κρησφύγετο, καταφύγιο: Είχαν το ~ τους σ΄ ένα πυκνό δάσος. Kρυβόταν σ΄ απάτητα λημέρια. 2. (οικ.) τόπος, μέρος όπου μένει ή συχνάζει κάποιος: Aν κάνεις καμιά βόλτα προς τα δω, πέρνα κι απ΄ τα λημέρια μας. Tριγύριζε στα παλιά του λημέρια.

[*ολημερ(ίζω) (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. ὁλήμερ(ος) `που εργάζεται όλη την ημέρα΄ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες