Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεφτό
3 εγγραφές [1 - 3]
λεπτό 2 το & λεφτό 2 το [leftó] Ο38 : χρονική μονάδα ίση προς το ένα εξηκοστό της ώρας: H ώρα είναι δώδεκα και τρία λεπτά. Σε λίγα λεπτά αναχωρεί η αμαξοστοιχία. Έχασα το λεωφορείο για πέντε λεπτά. Tριάντα λεπτά, το ημίωρο, η μισή ώρα. Δεκαπέντε λεπτά, το τέταρτο. Δεύτερο λεπτό, το δευτερόλεπτο. (έκφρ.) ένα / μισό ~ ή δύο / πέντε λεπτά, μια στιγμή, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ύστερα από το οποίο θα κάνουμε κτ.: Περίμενε μισό / ένα ~. Άκουσέ με για δύο / πέντε λεπτά. ούτε ~, καθόλου, ούτε μια στιγμή: Ούτε ~ δεν κάθομαι εδώ. στο ~, πολύ γρήγορα: Tελειώνει τις δουλειές του στο ~. τηρώ ενός λεπτού σιγή*.

[λόγ. < ελνστ. λεπτόν `εξηκοστό της μοίρας΄· ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

λεφτάς ο [leftás] Ο1 θηλ. λεφτού [leftú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κερδίζει, που έχει πολλά χρήματα· πλούσιος, παραλής: Άμα είσαι ~, όλοι σου κάνουν υποκλίσεις.

[λεφτ(ά) -άς· λεφτ(άς) -ού]

λεφτό 1 το [leftó] Ο38 (μόνο στον εν.) : (προφ., λαϊκ.) λεφτά, χρήματα· ψιλό: Δώσε / κατέβαινε κανένα ~, δώσε μου χρήματα.

[εν. < πληθ. λεφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες