Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειψυδρία
1 εγγραφή
λειψυδρία η [lipsiδría] Ο25 : ανεπάρκεια, έλλειψη νερού: H πόλη υποφέρει κάθε καλοκαίρι από ~.

[λόγ. < ελνστ. λειψυδρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες