Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβεντομάνα
1 εγγραφή
λεβεντομάνα η [levendomána] Ο25α : 1. η μάνα που γεννάει λεβέντες. 2. (μτφ., ως επίθ.) ο τόπος που βγάζει λεβέντες: H ~ Ελλάδα.

[λεβέντ(ης) -ο- + μάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες