Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχειοφόρος
1 εγγραφή
λαχειοφόρος -ος / -α -ο [laxiofóros] Ε14 : που δίνει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση: ~ αγορά.

[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες