Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λανθάνω [lanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δε γίνομαι άμεσα αντιληπτός, δεν εκδηλώνομαι φανερά, υπάρχω κρυμμένος: Στη σημερινή φάση λανθάνει ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου.
[λόγ. < αρχ. λανθάνω `ξεφεύγω την προσοχή, ξεχνώ΄]
- λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]
- λανθασμένος -η -ο [lanθazménos] Ε3 : που έχει λάθη, σφάλματα, που δεν είναι σωστός: Λανθασμένοι λογαριασμοί / υπολογισμοί / χειρισμοί. Λανθασμένες ενέργειες / κινήσεις.
λανθασμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ρ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία με βάση το ενεστ. θ., αρχ. μππ.: λεληθώς, σύγκρ. και αλάνθαστος) μτφρδ. του νεοελλ. λαθεμένος]