Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαλώ
1 εγγραφή
λαλώ [laló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. (για πτηνό) κελαηδώ, κράζω: Λάλησε η πέρδικα / ο κόκορας. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. 2. (για άνθρ.) μιλώ, λέω: Ούτε μιλάει ούτε λαλάει. ΦΡ είπα και ελάλησα, μίλησα και επιμένω σ΄ αυτά που είπα χωρίς να δέχομαι άλλη συζήτηση. 3. (μτφ., για μουσικό όργανο) βγάζω ήχο, παίζω: Aς λαλήσουν τα όργανα / τα κλαρίνα. || (προφ.): Λάλησέ το / λάλα το, προτροπή σε μουσικό για να αρχίσει να παίζει κάποιο όργανο. 4. (προφ., ειρ.) χάνω τα λογικά μου και μτφ.: Λάλησε απ΄ την πολλή δουλειά.

[αρχ. λαλῶ `φλυ αρώ, τιτιβίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες