Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαθρο- [laθro] & λαθρό- [laθró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λαθρ- [laθr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται όχι φανερά αλλά κρυφά ή παράνομα: λαθραναγνώστης, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, ~θήρας· λαθραλιεία, λαθρεμπορία, ~βοσκή, ~θηρία. || (βιολ.) ~βίωση· (βοτ.) λαθρό γαμα. ANT φανερο-.
[λόγ. < ελνστ. λαθρ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. λαθρ(αῖος) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. λαθρό-νυμφος `παντρεμένος κρυφά΄, λαθρο-φαγῶ `τρώω κρυφά΄]
- λαθρόβιος -α -ο [laθróvios] Ε6 : που ζει και κινείται κρυφά, διαφεύγοντας την κοινή προσοχή. || (κυρ. για έντυπο) που έχει ελάχιστη κυκλοφορία και αδιαφανείς πόρους.
[λόγ. λαθρο- + -βιος κατά το βραχύβιος]
- λαθροθήρας ο [laθroθíras] Ο3 : αυτός που κυνηγάει παράνομα (είτε χωρίς άδεια κυνηγιού είτε σε απαγορευμένη περιοχή ή περίοδο είτε απαγορευμένα θηράματα).
[λόγ. < αρχ. επίρρ. λάθρ(ᾳ) `κρυφά΄ -ο- + -θήρας]
- λαθροθηρία η [laθroθiría] Ο25 : η παράνομη ενέργεια, δραστηριότητα του λαθροθήρα: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. λαθροθήρ(ας) -ία]
- λαθρομετανάστης ο [laθrometanástis] Ο10 θηλ. λαθρομετανάστρια [laθrometanástria] Ο27 : αυτός που μεταναστεύει λαθραία σε μια άλλη χώρα, που δεν ακολουθεί τις νόμιμες διαδικασίες μετανάστευσης.
[λόγ. λαθρο- + μετανάστης· λόγ. λαθρομετανάσ(της) -τρια]
- λαθροϋλοτομία η [laθroilotomía] Ο25 : παράνομο κόψιμο ξύλων στο δάσος, χωρίς άδεια των δασικών αρχών ή κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
[λόγ. λαθροϋλοτόμ(ος) -ία]
- λαθροϋλοτόμος ο [laθroilotómos] Ο18 : αυτός που κόβει ξύλα στο δάσος παράνομα, χωρίς άδεια των δασικών αρχών ή κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
[λόγ. λαθρο- + υλοτόμος]
- λαθροχειρία η [laθroxiría] Ο25 : 1. κλοπή, υπεξαίρεση, αφαίρεση που γίνεται με επιτήδειο, μη αντιληπτό τρόπο: Ο λογιστής με διάφορες λαθροχειρίες υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό. 2. (γενικότ.) λαθραία και παράνομη ή παράτυπη επέμβαση που στοχεύει στη μεταβολή μιας κατάστασης προς όφελος κάποιου ή κάποιων: Οι λαθροχειρίες που έγιναν στο κείμενο της απόφασης, άλλαξαν τελείως το νόημά της.
[λόγ. λαθρο- + αρχ. χειρ- (δες χείρα) -ία, κατά το ελνστ. ὀξυχειρία `ταχυδακτυλουργία΄]