Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγωνικό το [laγonikó] Ο38 : 1. κυνηγετικό σκυλί εκπαιδευμένο κατάλληλα στην ανίχνευση θηραμάτων. 2. (μτφ.) άτομο ικανό και επιτήδειο στο να ανακαλύπτει στοιχεία και ίχνη σε δύσκολες και σκοτεινές υποθέσεις ή στο να ξετρυπώνει και να φέρνει στην επιφάνεια κτ. κρυφό ή παράνομο: Tα λαγωνικά της αστυνομίας βρέθηκαν γρήγορα στα ίχνη των κακοποιών. Tα λαγωνικά της δημοσιογραφίας μυρίστηκαν την είδηση και έσπευσαν.
[μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. λαγωνικό (ενν. σκυλί) < αρχ. ή ελνστ. *λακωνική κύων (πρβ. αρχ. λάκαινα κύων `(κυνηγετικό) σκυλί της Λακωνίας΄), παρετυμ. λαγός]