Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγκάδι το [laŋgáδi] Ο44 : στενή, δασωμένη κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά: Aντηχούν απ΄ τις φωνές τους τα λαγκάδια κι οι ρεματιές.
[μσν. λαγκάδιν (και λαγκά δα < λαγκάδ(ιν) μεγεθ. -α) υποκορ. του λάκκ(ος) -άδιν (πρβ. ελνστ. λακ(κ)ας· φάραγγας) με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
- λαγκαδιά η [laŋgaδjá] Ο24 : το λαγκάδι.
[λαγκάδ(ι) -ιά]