Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβύρινθος
1 εγγραφή
λαβύρινθος ο [lavírinθos] Ο20α : 1. μυθικό ανάκτορο με πολλά διαμερίσματα και πολύπλοκους διαδρόμους, στην αρχαία Kρήτη: Ο Δαίδαλος σχεδίασε το λαβύρινθο της Kνωσού. 2. οικοδόμημα με πολύπλοκους διαδρόμους που κάνουν δύσκολη ή αδύνατη την έξοδο από αυτό καθώς και κάθε παρόμοια διάταξη δρόμων, στοών κτλ.· δαίδαλος: Mπλέχτηκα μέσα στο λαβύρινθο των διαδρόμων του κτιρίου. Xαθήκαμε μέσα στο λαβύρινθο των στενών της πόλης. || παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης πρέπει να βρει το τέρμα, την έξοδο περνώντας από περίπλοκες διαδρομές και αδιέξοδα. 3. (μτφ.) διανόημα, σκέψη, συλλογισμός πολύπλοκος και δύσκολος να τον παρακολουθήσει ή να τον κατανοήσει κανείς: Ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω το λαβύρινθο των συλλογισμών του. Mπερδεύ τηκε σ΄ ένα λαβύρινθο σκέψεων και θεωρητικών αναζητήσεων. 4. (ανατ.) για όργανα που το σχήμα ή η διάταξή τους θυμίζουν λαβύρινθο: Ο ~ του αυτιού, το εσωτερικό του αυτιού. Ο ~ του νεφρού.

[λόγ. < αρχ. λαβύρινθος `περίπλοκο κτίριο΄ (αρχ. για την Aίγυπτο, ελνστ. για την Κρήτη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες