Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβαίνω
1 εγγραφή
λαμβάνω [lamváno] -ομαι Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει, παθ. αόρ. λήφθηκα, γ' πρόσ. και ελήφθη, ελήφθησαν, απαρέμφ. ληφθεί & (σπάν.) λαβαίνω [lavéno] Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει : 1. δέχομαι, παίρνω κτ. από κπ., είμαι ο παραλήπτης: Έλαβα το δέμα / το γράμμα / την επιταγή. 2. με διάφορα ουσιαστικά σχηματίζει περιφράσεις που ισοδυναμούν συνήθ. με το νόημα του ρήματος, του συγγενικού προς το ουσιαστικό: ~ τροφή, τρέφομαι. ~ το λόγο, μιλώ (με τη σειρά μου). ~ την τιμή, τυπική φράση σε γραπτό ή προφορικό λόγο που απευθύνεται προς ιεραρχικά ανωτέρους ή προς δημόσιες υπηρεσίες. || Έχω να λαβαίνω, μου οφείλεται κτ., κυρίως χρήματα. || (για ραδιοεπικοινωνία) ακούω: Πες μου αν / πώς με λαμβάνεις. || (ως παράγγελμα): Λάβετε θέσεις. (έκφρ.) ~ τα μέτρα* μου. λαμβάνει χώρα κτ., συμβαίνει, τελείται, διεξάγεται κτ. ~ γνώση, μαθαίνω, πληροφορούμαι, μου γνωστοποιείται κτ. ~ υπόψη* (μου). κτ. λαμβάνει / παίρνει (μεγάλες, απειλητικές κτλ.) διαστάσεις*. (απαρχ.) ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος*. ΦΡ ~ μέρος* σε κτ.

[λόγ. < αρχ. λαμβάνω· αρχ. λαμβάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαβ- (αόρ. ἔλαβον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες